- Λιμνήσιον
- Λιμνήσιοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιμνήσιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμνησίου — λιμνήσιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμνήσιος — α, ο (Α λιμνήσιος, ία, ον) [λίμνη] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λίμνη ή προέρχεται από λίμνη («λιμνήσια ψάρια») αρχ. 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λιμνήσιος ονομασία βατράχου στη Βατραχομυομαχία 2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ… … Dictionary of Greek